τρικυμίζω

τρικυμίζω
τρικύμισα, τρικυμισμένος
1. μτβ., δημιουργώ τρικυμία, φέρνω φουρτούνα: Το ισχυρό ρεύμα τρικύμισε τη θάλασσα.
2. μτφ., αναστατώνω, κάνω άνω κάτω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρικυμίζω — Ν [τρικυμία] 1. επιφέρω τρικυμία 2. μτφ. διαταράσσω σε μεγάλο βαθμό, δημιουργώ αναστάτωση 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρικυμισμένος, η, ο τρικυμιώδης …   Dictionary of Greek

  • τρικυμισμένος — η, ο, Ν βλ. τρικυμίζω …   Dictionary of Greek

  • τρικύμισμα — το, Ν [τρικυμίζω] 1. εμφάνιση τρικυμίας, φουρτούνιασμα 2. μτφ. αναταραχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”