- τρικυμίζω
- τρικύμισα, τρικυμισμένος1. μτβ., δημιουργώ τρικυμία, φέρνω φουρτούνα: Το ισχυρό ρεύμα τρικύμισε τη θάλασσα.2. μτφ., αναστατώνω, κάνω άνω κάτω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.